- πολυκλήϊς
- -ιδος, ἡ, Α(επικ. τ.)1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κληΐς, επικ. τ. τού κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ-κλήις)].
Dictionary of Greek. 2013.